ἐπιληπτικά

ἐπιληπτικά
ἐπιληπτικός
subject to epilepsy
neut nom/voc/acc pl
ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός
subject to epilepsy
fem nom/voc/acc dual
ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός
subject to epilepsy
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιληπτικάς — ἐπιληπτικά̱ς , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπνοβασία — (Ιατρ.). Κινητική δραστηριότητα που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τρόπο συμπτωματικό και έξω από οποιονδήποτε έλεγχο της συνείδησης. Το άτομο δε θυμάται τις πράξεις που εκτελεί κατά την υ., κρατά γενικά τα μάτια ανοιχτά και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”